- αποθεμελιώνω
- [-ώ (ο)] μετ.1) разрушать до основания; 2) завершать закладку фундамента
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποθεμελιώνω — (Μ ἀποθεμελιῶ, όω) ξεθεμελιώνω, καταστρέφω απ τα θεμέλια … Dictionary of Greek